- ευκαλυπτέλαιο
- Φυσικό αιθέριο έλαιο. Έχει έντονη αρωματική οσμή και λαμβάνεται από απόσταξη με υδρατμούς των φύλλων διαφόρων ειδών ευκαλύπτου. Χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική, στην αρωματοποιία και για εξαγωγή της ευκαλυπτόλης.
* * *τοαιθέριο έλαιο που εξάγεται από τα φύλλα τού δέντρου ευκάλυπτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκάλυπτος + έλαιον. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.